αλτρουιστικός

αλτρουιστικός
η , ό[ν] альтруистический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αλτρουιστικός" в других словарях:

  • αλτρουιστικός — ή, ό [αλτρουιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αλτρουισμό ή τον αλτρουιστή …   Dictionary of Greek

  • αλτρουιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αλτρουισμό: Έδειξε απέναντί του αισθήματα αλτρουιστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλτρουιστής — ο (θηλ. ίστρια) αυτός που διαπνέεται απο ανιδιοτελή συναισθήματα ανθρωπισμού, φιλαλληλίας, αλτρουισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. altruiste «αυτός που αγαπάει τους άλλους» (< λατ. alter «άλλος»). ΠΑΡ. νεοελλ. αλτρουιστικός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»